-
1 ремонт
ремонт 1-а α.επισκευή, επιδιόρθωση•ремонт машины επισκευή μηχανής•
ремонт здшия επισκευή κτιρίου•
ремонт одежды επιδιόρθωση ενδυμάτων•
ремонт обуви επιδιόρθωση υποδημάτων•
капитальный ремонт γενική επισκευή•
текущий ремонт οι μικροεπισκευές.
ремонт 2-а α.1. (στρατ.)επίταξη αλόγων (για συμπλήρωση των κενών).2. αύξηση του κοπαδιού ζώων (με αναπαραγωγή). -
2 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
3 на
на 1πρόθ. με αιτ. και, προθτ.1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•
на полу, на пол στο πάτωμα•
на улицу, на улице στο δρόμο•
на сущу, на суще στην ξηρά.
2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•
служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•
идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•
идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•
пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.
3. (κατεύθυνση) προς, κατά•окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•
дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•
посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.
4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.
5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.
6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•
на следующий день την επόμενη (μέρα)•
на другое утро το άλλο πρωί•
на каникулах (σ)τις διακοπές.
|| προς•в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.
|| σε•со дня на день από μέρα σε μέρα•
с часу на час από ώρα σε ώρα.
7. κατά, ως προς•мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.
8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•
подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•
на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•
деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.
9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.
10. (αιτία) για, δια•спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
11. χάρη, για, προς•на славу για δόξα•
на страх για φόβο•
родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.
12. (τρόπο) με, κατά•на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•
на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•
на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•
на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•
на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.
|| (επί βαθμολογίας) για•сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.
13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.
|| από, εκ•на память από μνήμης;
14. με•дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•
она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•
ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•
жарить на масле τηγανίζω με λάδι•
мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•
играть на деньги παίζω με χρήματα.
15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•
на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.
|| (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•
отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.
16. εναντίον, κατά•жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.
|| μπροστά, εμπρός•это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.
17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•
дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).
на 2(μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.εκφρ.вот (тебе и) на – κ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας. -
4 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
5 на
на Iпредлог Α. с вин. и предл. п.1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.на IIчастица разг (возьми) νά, πόρτο:на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε! -
6 кончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. τελειώνω, περατώνω•кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•
кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.
2. πεθαίνω, τελευτώ•он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.
|| φονεύω, σκοτώνω•он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.
εκφρ.кончить жизнь ή век – πεθαίνω•кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).2. περατώνομαι, τελειώνω•этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•
кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•
тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•
перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.
|| πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω.